εκκλησιαστήριο

εκκλησιαστήριο
το (AM ἐκκλησιαστήριον)
τόπος συνελεύσεως τού λαού
νεοελλ.
εκκλησία, ναός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πριήνη — Αρχαία ελληνική πόλη στην Καρία της Μικράς Ασίας, κοντά στην ακτή, στους νότιους πρόποδες του όρους Μυκάλη. Τον 8o αι. π.Χ., η πόλη μπήκε στην ομοσπονδία των ιωνικών πόλεων και αργότερα πήρε μέρος στους πολέμους εναντίον των Περσών, οι οποίοι την …   Dictionary of Greek

  • δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”